- ὑπεραττικισμός
- ὑπερ-αττικισμός, ὁ, übertriebene Nachahmung der attischen Mundart
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπεραττικισμός — ο / ὑπεραττικισμός, ΝΜΑ [υπεραττικίζω] επιτηδευμένη, υπέρμετρη μίμηση τής αττικής διαλέκτου στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο … Dictionary of Greek